άστικτος
Смотреть что такое "άστικτος" в других словарях:
ἄστικτος — not marked with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστικτος — η, ο (Α ἄστικτος, ον) [στίζω] αυτός που δεν έχει διακοσμηθεί με στίγματα, με τατουάζ νεοελλ. αυτός που δεν έχει σημεία στίξης αρχ. (για αγρό ή κτήμα) εκείνος που δεν είναι υποθηκευμένος … Dictionary of Greek
ἄστικτον — ἄστικτος not marked with masc/fem acc sg ἄστικτος not marked with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστιγμάτιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει στίγματα, άστικτος: Ήταν ο μόνος στο καράβι που είχε τα χέρια του και το στήθος του αστιγμάτιστα. 2. αυτός που δε στιγματίστηκε ηθικά, ακηλίδωτος: Στο τέλος δεν έμεινε κι εκείνος αστιγμάτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)